- εὐπροσωπία
- εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπίαfair appearancefem nom/voc/acc dualεὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπίαfair appearancefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπροσωπία — εὐπροσωπία, ἡ (Α) [ευπρόσωπος] ωραία όψη, ωραία εμφάνιση … Dictionary of Greek
εὐπροσωπίαν — εὐπροσωπίᾱν , εὐπροσωπία fair appearance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία … Dictionary of Greek